Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
καρδιάτις — καρδιᾱτις, ἡ (Α) [καρδία] (στους Πυθαγορείους) η πεντάδα … Dictionary of Greek
καρδιᾶτιν — καρδιᾶτις five fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)